- αυλοειδής
- αὐλοειδής, -ές (Α)αυτός που έχει σχήμα αυλού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κασσία — (Cassia). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών, που περιλαμβάνει περίπου 600 είδη δέντρων, θάμνων και ποών. Μερικά χαρακτηριστικά είδη είναι τα: κ. η αυλοειδής, κ. η στενόφυλλη, κ. η οξύφυλλη, κ. ηαντωοειδής, από τα οποία το πιο … Dictionary of Greek